- ἐμπέδιος
- ἐμπέδιος, ον,A deep-rooted, cj. in Numen. ap. Ath.9.371c.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπέδιος — ἐμπέδιος, ον (Α) ο βαθιά ριζωμένος … Dictionary of Greek